- βοσπόρειος
- βοσπόρειοςOx-fordmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοσπόρειος — α, ο (AM βοσπόρειος και βοσπόριος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ αυτόν … Dictionary of Greek
βοσπόρειον — βοσπόρειος Ox ford masc/fem acc sg βοσπόρειος Ox ford neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπορείῳ — βοσπόρειος Ox ford masc/fem/neut dat sg βοσπορεῖον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσπορηνός — ή, ό (AM βοσπορηνός, ή, όν, Α και βοσπορανός) ο βοσπόρειος … Dictionary of Greek